Σε άρθρο του το πρωί της Τετάρτης το Bloomberg σημειώνει ότι τόσο η Ελλάδα όσο και άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης έχουν μπροστά τους χρόνια οικονομικών δυσχερειών, ακόμη και εάν αναδιαρθρώσουν το χρέος τους. Οι προοπτικές είναι τόσο ζοφερές, ώστε σύμφωνα με μία «σχολή», θα ήταν καλύτερα εάν βρισκόντουσαν εκτός ευρώ, παρά το άμεσο κόστος της εξόδου.
«Διαφωνούμε και όχι μόνο επειδή το άμεσο κόστος θα ήταν τεράστιο», λέει το Bloomberg. Ακόμη και μετά την πληρωμή των «προστίμων», η ανάσταση των εθνικών νομισμάτων και η ανάκτηση του ελέγχου της νομισματικής πολιτικής θα προκαλούσαν αντίστοιχα προβλήματα με αυτά που θα έλυναν.
Οι υποστηρικτές μίας εξόδου από το ευρώ προτείνουν η Ελλάδα να λύσει βραχυπρόθεσμα το πρόβλημα δανεισμού, μέσω χρεοκοπίας ή άλλου τρόπου και να σταματήσει να έχει ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Θα έπρεπε ακόμη να αντιμετωπίσει την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, λέει το Bloomberg.
Το κόστος εργασίας αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια πολύ γρηγορότερα από ότι στη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρωζώνη, κάνοντας ακριβότερες τις εξαγωγές και φτηνότερες τις εισαγωγές. Σαν αποτέλεσμα, παρουσιάζονται χρόνια εμπορικά ελλείμματα που χρηματοδοτούνται με συνεχή δανεισμό.
Εάν μπορούσε να υποτιμήσει μία «νέα δραχμή», θα μείωνε τις τιμές στις εξαγωγές και θα αύξανε τις τιμές στις εισαγωγές. Λόγω του ότι δεν έχει αυτή την επιλογή, πρέπει να βελτιώσει βιαιότερα την ανταγωνιστικότητα: με μειώσεις μισθών σε συνδυασμό με υψηλή ανεργία, ώστε να καμφθεί η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζόμενων.
Η τρέχουσα ύφεση είναι από μόνη της αρκετά κακή, τονίζει η ίδια θέση. Η παράτασή της επ' αόριστον θα ήταν και πολιτικά αδύνατη και οικονομικά καταστροφική. Ετσι, μόνη λύση θα ήταν μία έξοδος από την Ευρωζώνη.
Οι συντάκτες του Bloomberg σημειώνουν ότι τότε θα επίκειτο ακόμη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή. Οι καταθέτες θα έσπευδαν στις τράπεζες για να βγάλουν τα ευρώ τους εκτός Ελλάδας πριν μετατραπούν σε δραχμές. Οι οφειλέτες θα συνεχίσουν θα χρωστούν σε ευρώ στους εκτός Ελλάδας δανειστές τους και, με την αυτονόητη άμεση υποτίμηση της νέας δραχμής, η εξυπηρέτηση των οφειλών τους θα ήταν δυσκολότερη, προκαλώντας νέο κύμα χρεοκοπιών.
Συγκρίνοντας τις δύο επιλογές, μία αναδιάρθρωση χρέους σε συνδυασμό με μία εσωτερική ή οικονομική υποτίμηση -όσο δύσκολη και να είναι- φαίνεται προτιμότερη, κατά τους ίδιους. Οι μεγάλες περικοπές αμοιβών, εν μέσω της απαραίτητης ύφεσης για να επιβληθούν, δεν χρειάζεται να συνοδεύονται από το ίδιο τεράστιο κόστος προσαρμογής. Ενας συνδυασμός αυξημένου ΦΠΑ και μικρότερης φορολογίας εισοδήματος από εργασία προσομοιάζει με μία υποτίμηση νομίσματος, καθώς αυξάνει τιμές των εισαγωγών σε σχέση με τις τιμές των εξαγωγών, μειώνει χωρίς άλλη παρέμβαση τις πραγματικές αποδοχές.
Είναι αλήθεια, παραδέχεται το άρθρο, ότι και μετά από τα παραπάνω η Ελλάδα θα έπρεπε να διατηρήσει υπό αυστηρό έλεγχο τις αποδοχές, ώστε να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Σε αυτή την προσπάθεια, η δυνατότητα να ασκήσει νομισματική πολιτική σε ένα εθνικό νόμισμα αλλάζοντας τις ισοτιμίες μπορεί να δείχνει χρήσιμη, αλλά πρακτικά θα ήταν μία αμφιλεγόμενη επιλογή.
Θεωρητικά η επίμονη τάση αύξηση του κόστους εργασίας μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς αναταράξεις από μία σταθερή υποτίμηση του νομίσματος, αλλά πολλές χώρες απέτυχαν να εφαρμόσουν μία πολιτική ελεγχόμενης υποτίμησης. Το σύνηθες αποτέλεσμα είναι μεγάλος και ασταθής πληθωρισμός, επαναλλαμβανόμενες συναλλαγματικές κρίσεις και αχρείαστη οικονομική αβεβαιότητα. Είναι αυτή η εμπειρία που οδήγησε εν πρώτοις στο ευρώ πολλές χώρες.
Εντός της Ευρωζώνης, οι περιφερειακές χώρες έμαθαν με σκληρό τρόπο το μάθημά τους: πρέπει να συγκρατήσουν τις αυξήσεις αποδοχών στο ύψος του πληθωρισμού της ευρωζώνης, προσθέτοντας την όποια αύξηση της παραγωγικότητας της εθνικής οικονομίας.
Σε περιπτώσεις όπως η Ελλάδα, αυτό απαιτεί μία νέα προσέγγιση στο διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις άλλες κλαδικές και μη συμβάσεις.
Συνολικά, ωστόσο, δεν θα είναι πιο δύσκολο από ότι η διαχείριση ενός εθνικού νομίσματος. Και σε αυτή την περίπτωση, η ανταμοιβή για την επιτυχία είναι μεγαλύτερη: χαμηλότερος πληθωρισμός και, με λίγη τύχη, ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη.
Ολα αυτά δεν ανατρέπουν την παραδοχή ότι η Ελλάδα, ανεπίδεκτος μαθητής για αυτούς τους νέους κανόνες, δεν θα ήταν καλύτερο να μην έχει μπει ποτέ στο ευρώ. Αλλά μπήκε και η καλύτερη επιλογή είναι να καταφέρει να δουλέψει με αυτό, καταλήγει το Bloomberg.